ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΜΠΟΥΚΗΣ

Βιβλία του συγγραφέα

Γλυκό ψωμί

ΤΑ ΑΓΙΑΣΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ

Τα χέρια σου πάντα στη φωτιά,
εμάς για να χορτάσεις,
και αμοιβή καμιά.

Ελεημοσύνη και φιλότιμο και πόρτα ανοιχτή,
και κάθε Σαββατόβραδο το πρόσφορο ετοίμαζες
την Κυριακή να μοιραστεί.

Στο δισκοπότηρο να φθάσει ήθελες,
να γίνει μέρος στη θυσία του Κυρίου,
και ποιος δεν έφαγε γλυκό ψωμί
απ’ τα χέρια σου,
έφυγες και σκορπίσανε μακριά
τα περιστέρια σου.

Κάτοπτρο

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΙΙΙ

Τ’ αρνητικά απ’ το πρώτο πέταγμα,
μονάχα αυτά θα σου ζητήσω.
Τ’ άλλα τα βλέπω ολημερίς,
τι ωφελεί να τα εμφανίσω;

Δυο πρόσωπα που φώτιζες
και μοιάζανε με ένα.
Εκείνα εκεί τα είδωλα
πού να ‘ναι ξεχασμένα;

Καθρέπτη μου, σ’ αγάπησα,
ήσουν το πρώτο πλάνο,
τώρα τα χρόνια μου μετρώ,
και στα δικά σου φτάνω.

Ραψωδίες

Καθρέφτης ΙΙ

Τη μια σου όψη μου ’δειχνες τη λαμπερή, καθρέφτη,
τη θολερή τη φύλαγες για το φινάλε, ψεύτη.

Βλέπω, απ’ την κορνίζα σου τα χρώματα ξεφτάνε,
κι εμένα με κολάκευες πως νέος πάντα θα ’μαι.
Τώρα με απορία σε κοιτώ, σκέπτομαι και φοβάμαι.

Τα πρώτα πλάνα να ’μεναν παντοτινά
που ήσουν ντυμένος στα γκρενά κι εγώ στα φαντεζί·
τα φλας ν’ ανάβανε ξανά, αντικριστά να βλέπαμε μαζί.
Ν’ άλλαξα τόσο άραγε ώστε να μην μπορώ
στο αληθινό μου πρόσωπο να πω πως είναι εγώ;

Αποστακτήριο

Καθρέφτης

Μια γωνίτσα απ’ τον καθρέφτη μένει καθαρή
και στο πρόσωπο οι ρυτίδες έκαναν αρχή.

Το πρόσωπο κι ο καθρέφτης
είναι της καρδιάς ο ψεύτης.

Έτσι τα ’φτιαξε ο χρόνος, για να παίζει στη ζωή.
Κρίμα που η αύρα φεύγει πριν προλάβει η αυγή.
Βιάζεται, θέλει να σβήσει
όσα φώτα έχει αφήσει.

Κι εγώ που πίστεψα της νιότης μου
η δύναμη πως είναι η πιο μεγάλη
γελάστηκα.
Ο χρόνος έχει τα φτερά
κι ό,τι μας δίνει στην αρχή δε μας το φέρνει πάλι.